- κρίσιμος
- -η, -ο (AM κρίσιμος, -ίμη, -ον) [κρίσις]1. αυτός που δίνει οριστική τροπή σε κάτι, αποφασιστικός («κρίσιμη συνάντηση»)2. σοβαρός, επικίνδυνος (α. «η κατάσταση τού ασθενούς παραμένει κρίσιμη» β. «η οικονομία βρίσκεται σε κρίσιμη κατάσταση» γ. «κρίσιμος ἡμέρα», Ιπποκρ.)νεοελλ.αυτός που χαρακτηρίζει οριακές καταστάσεις, πέρα από τις οποίες ορισμένα φαινόμενα ισχύουν ή παύουν να υφίστανται (α. «κρίσιμη θερμοκρασία» β. «κρίσιμο σημείο»)νεοελλ.-μσν.το ουδ. ως ουσ. το κρίσιμο(ν)η δικαστική υπόθεση που πρόκειται να κριθείμσν.το ουδ. ως ουσ.1. δίκη2. δικαστική απόφαση3. εκδίκηση, τιμωρία4. βάσανο.επίρρ...κρισίμως και -ιμαμε κρίσιμο τρόπο.
Dictionary of Greek. 2013.